Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

) το νοικοκυριό 2) (

См. также в других словарях:

  • νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυριό — το 1. το σπιτικό, ο οίκος. 2. εποπτεία, επιστασία του σπιτιού: Δεν μπορεί να κάνει νοικοκυριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοδιοικώ — (Μ κακοδιοικῶ, έω) διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κατούνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 340 μ., 2.331 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κολχόζ — Τύπος σοβιετικής γεωργικής συνεταιριστικής επιχείρησης, που κατείχε τα μέσα παραγωγής και δημιουργήθηκε στην ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία Κολεκτίνοβγε Χοζιάιστβο. Βλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * το… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»